Ομιλία

Ομιλία είναι το λεκτικό εργαλείο που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να μεταδώσει μια ένα μήνυμα, να μεταδώσει τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του, τους προβληματισμούς του. Η ομιλία αποτελείται από πέντε διαδικασίες, την φώνηση, την αναπνοή, την άρθρωση, την ροή, την προσωδία και την αντήχηση.

Αναπνοή

Βασική διαδικασία της ομιλίας είναι η αναπνοή. Πως παράγεται η φωνή μας; Εισπνέουμε κατ’ αρχάς και στη συνέχεια ο αέρας κατά την έξοδό του ενεργοποιεί τις φωνητικές μας χορδές που παράγουν ήχο. Η πλειοψηφία των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες αναπνέουν με λάθος τρόπο ή για να ακριβολογούμε έχουν ξεχάσει πώς να αναπνέουν σωστά. Κι αυτό οφείλεται στη διαρκή υπερένταση της καθημερινότητας, που προκαλεί τέντωμα των νεύρων και άσκοπη σύσπαση των μυών μας. Κάντε ένα πείραμα. Σταθείτε μπροστά στον καθρέφτη, πάρτε μια βαθιά εισπνοή και παρατηρήστε τι ακριβώς κάνετε. Δοκιμάστε το ίδιο και με φίλους σας. Οι περισσότεροι άνθρωποι φουσκώνουν το στήθος και ανασηκώνουν τους ώμους. Αυτός είναι ο λάθος τρόπος εισπνοής. Ο σωστός τρόπος είναι από το λεγόμενο «διάφραγμα». Το διάφραγμα είναι ένας επίπεδος μυς, που διαχωρίζει τους πνεύμονες από τα σπλάχνα. Με τη λεγόμενη «διαφραγματική αναπνοή» το διάφραγμα κινείται προς τα κάτω, μεγαλώνοντας τον όγκο των πνευμόνων και γεμίζοντάς τους με αέρα, όπως μια σύριγγα θα γέμιζε με υγρό. Το σημείο ελέγχου για να ξέρουμε αν το έχουμε κάνει σωστά είναι να μη φουσκώνει ο θώρακας και ανεβαίνουν οι ώμοι, αλλά να νιώθουμε πως έχει γεμίσει καλά-καλά με αέρα το κάτω μέρος των πνευμόνων: Μπροστά στο ύψος περίπου του στομάχου, αλλά και πλάγια και λίγο πίσω στο ύψος των χαμηλότερων πλευρών μας. Με τον τρόπο αυτό ο όγκος του αέρα που εισπνέουμε είναι μεγαλύτερος και η έξοδός του γίνεται με περισσότερο έλεγχο και έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Η διαφραγματική αναπνοή εξασφαλίζει μακροζωία στο φωνητικό μας σύστημα, ελεύθερη ροή και διακίνηση της αναπνοής αλλά και μεγαλύτερο έλεγχο στην εκπνοή, η οποία χρησιμοποιείται στη φώνηση. Έχει επίσης ως αποτέλεσμα τον μεγαλύτερο και καλύτερο σε ποιότητα όγκο φωνής. Σημαντική είναι η χρήση της σε όλους όσους χρησιμοποιούν αρκετά τη φωνή τους (καθηγητές, ηθοποιοί κλπ.) για την καλύτερη προστασία των φωνητικών οργάνων αλλά και καθαρότερη εκφορά λόγου.

Αντήχηση

Η αντήχηση αναφέρεται στον τρόπο που η ροή του αέρα για την ομιλία μορφοποιείται καθώς περνάει από τη στοματική και τη ρινική κοιλότητα. Κατά την ομιλία, ο σκοπός είναι να έχουμε καλή ροή αέρα μέσα από το στόμα για όλους τους ήχους ομιλίας, εκτός από το μ, ν, νγκ. Για να κατευθύνουμε τον αέρα μέσα από το στόμα, η μαλακή υπερώα (το πίσω μέρος του ουρανίσκου) σηκώνεται και κινείται προς το πίσω μέρος του λαιμού. Αυτή η κίνηση κλείνει την υπερωοφαρυγγική βαλβίδα (το άνοιγμα μεταξύ του στόματος και της μύτης). Οι Διαταραχές Αντήχησης συμβαίνουν όταν υπάρχει ένα άνοιγμα, ασυνεπής κίνηση ή εμπόδιο που αλλάζει τον τρόπο που ο αέρας κινείται μέσα στο σύστημα.

Τι προκαλεί μια Διαταραχή Αντήχησης;
Η πιο κοινή αιτία της Διαταραχής Αντήχησης είναι η υπερωιοσχιστία (σχισμένη υπερώα), αλλά και παιδιά με υποβλεννογονία υπερωιοσχιστία, παιδική απραξία στην ομιλία, διογκωμένους αδένες και / ή νευρολογικές διαταραχές μπορεί επίσης να παρουσιάζουν Διαταραχές Αντήχησης.

Ποια είναι τα σημάδια της Διαταραχής Αντήχησης;
Τα σημάδια μιας Διαταραχής Αντήχησης λόγω ατελούς ή ασυνεπούς κλεισίματος της υπερωοφαρυγγικής βαλβίδας μπορεί να περιλαμβάνουν:
-Υπερρινικότητα: πολύς ήχος κατά την ομιλία προέρχεται από τη μύτη.
-Ρινική εκπομπή αέρα: αέρας διαρρέει από τη μύτη καθώς προσπαθεί να συγκεντρώσει πίεση για τους ήχων των συμφώνων.
-Αδύναμα ή παραλειπόμενα σύμφωνα.
-Μικρό μήκος εκφώνησης εξαιτίας της απώλειας του αέρα από τη μύτη.
-Ρινική εκπομπή αέρα σε συγκεκριμένα φωνήματα: η απώλεια του αέρα μπορεί να ακουστεί μόνο σε λίγους ήχους (συνήθως στο σ και το ζ).
Τα σημάδια μιας Διαταραχής Αντήχησης λόγω ενός εμποδίου μπορεί να περιλαμβάνουν:
-Υπορινικότητα: μειωμένη ροή αέρα μέσα από τη μύτη εξαιτίας εμποδίου στη μύτη, όπως κατά τη διάρκεια ενός σοβαρού κρυώματος.
-Αδιέξοδη αντήχηση: η ροή του αέρα μέσα από το στόμα εμποδίζεται, συγνά από διογκωμένα κρεατάκια κι έχει ως αποτέλεσμα «πνιχτή» ομιλία

Ροή

Όταν χρησιμοποιούμε την φράση « φυσιολογική ροή της ομιλίας» ουσιαστικά αναφερόμαστε στην ανεμπόδιστη ροή ομιλίας ενός ανθρώπου όπου δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια ολοκληρώνει την λεκτική του προσπάθεια.
Κατά την φυσιολογική ροή ομιλίας παρατηρούνται συνήθως ομαλές μεταβάσεις από τον έναν λεκτικό ήχο στον επόμενο, από την μία συλλαβή στην επόμενη και από την μία λέξη στην επόμενη.
Όταν η ροή της ομιλίας παρεμποδίζεται και διακόπτεται αυτό μπορεί να συμβαίνει με περισσότερες από μία μορφές. Οι κυριότερες κατηγορίες συμπτωμάτων είναι οι επαναλήψεις, οι επιμηκύνσεις, οι παύσεις ή τα blocks.
Η φυσιολογική ροή ομιλίας θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι περιλαμβάνει και λιγοστές ήπιες δυσρυθμίες που εντάσσονται στα πλαίσια της φυσιολογικής δυσρυθμίας την οποία όλοι οι ομιλητές μίας γλώσσας παρουσιάζουν κατά την επικοινωνία τους. Κάθε δυσρυθμία επομένως δεν θα πρέπει να θεωρείται ανησυχητικό χαρακτηριστικό όταν δεν εμφανίζεται σε υψηλή συχνότητα, όταν δεν εκδηλώνεται με μεγάλη βαρύτητα και δεν προσλαμβάνεται από τον ομιλητή ως κάτι ανησυχητικό. Ένας από τους λόγους που είναι απαραίτητη η πρώιμη αξιολόγηση από Λογοθεραπευτή είναι και αυτή ακριβώς η διάκριση μεταξύ του οριακού ή αρχικού τραυλισμού και την φυσιολογικής δυσρυθμίας.

Άρθρωση

Άρθρωση είναι η διαδικασία εκείνη σύμφωνα με την οποία οι ήχοι που παράγονται από τις φωνητικές χορδές και στη συνέχεια με τη συνδρομή των υπολοίπων οργάνων της φώνησης, δηλαδή της γλώσσας, της κάτω γνάθου, της μαλθακής υπερώας και των χειλιών, μετατρέπονται σε φθόγγους, συλλαβές και λέξεις. Οι αρθρωτές είναι τα φωνητικά όργανα που συμμετέχουν στην πραγματοποίηση της άρθρωσης, δηλαδή τα χείλη, τα δόντια, τα φατνία, ο ουρανίσκος (ή σκληρή υπερώα ), η μαλακή υπερώα, η σταφυλή, ο φάρυγγας, η γλώσσα, και ο λάρυγγας.
Στην αρθρωτική διαταραχή το παιδί διαλέγει το σωστό φθόγγο αλλά λόγω ανεπάρκειας του μηχανισμού ομιλίας δεν τον εκφέρει σωστά. Οι αρθρωτικές διαταραχές διακρίνονται στην καθυστέρηση της άρθρωσης (λειτουργική δυσλαλία) και στην διαταραχή άρθρωσης (οργανική δυσλαλία):
Α)Η καθυστέρηση της άρθρωσης η αλλιώς λειτουργική δυσλαλία χαρακτηρίζεται η δυσκολία που έχουν ορισμένα παιδιά να τοποθετήσουν τους αρθρωτές στην σωστή θέση. Η λειτουργική δυσλαλία διαγιγνώσκεται όταν η αρθρωτική ανάπτυξη του παιδιού είναι καθυστερημένη σύμφωνα με την χρονολογική του ηλικία.
Κάποιες από τις δυσκολίες της άρθρωσης που εμπεριέχονται στην λειτουργική δυσλαλία είναι:
-Ο διαδοντικός σιγματισμός
-Η κορυφή της γλώσσας γλιστρά ενδιάμεσα των οδοντοστοιχιών και αντί για «σ» το παιδί προφέρει «θ».
-Ο σιγματισμός του ουρανίσκου
-Η κορυφή της γλώσσας τραβιέται προς τα πίσω και υψώνεται προς τον ουρανίσκο και αντί για «σ» το παιδί προφέρει το γερμανικό «sch» ή το γαλλικό «ch»
-Ο οδοντοχειλικός σιγματισμός
Οφείλεται κυρίως όταν τα κάτω χείλι ενώνονται με τους πάνω κοπτήρες. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί αντικαθιστά το «σ» με το «φ». Αυτό το είδος σιγματισμού είναι συνηθέστερος σε περιπτώσεις προγναθισμού.
-Ο συριστικός σιγματισμός
Ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την παραγωγή του «σ» σχηματίζει υπερβολικά συγκεντρωμένο ρεύμα και το «σ» συνοδεύεται από ένα συνεχόμενο σφύριγμα.
Ο πλάγιος σιγματισμός
Ο πλάγιος σιγματισμός μπορεί να είναι αμφίπλευρος ανάλογα με την πλευρά που εξέρχεται ο αέρας από το στόμα. Η τοποθεσία που παίρνει η γλώσσα είναι στην θέση του «λ» αλλά πλευρικά. Η θεραπεία αυτού του σιγματισμού είναι πολύ πιο μακροχρόνια σε σύγκριση με τους υπόλοιπους σιγματισμούς.

Β)Η διαταραχή άρθρωσης η αλλιώς οργανική δυσλαλία είναι η μη φυσιολογική δομή των οργάνων που καθιστά την ομιλία δυσκατάληπτη. Τα συνηθέστερα αίτια που προκαλούν την οργανική δυσλαλία είναι η χειλεωσχιστία, η υπερωιοσχιστίακ.τ.λ.π.
Η θεραπεία των αρθρωτικών διαταραχών γίνεται βάση της φυσιολογικής κατάκτησης του παιδιού ή βάση την μη αναπτυξιακή προσέγγιση. Στην μη αναπτυξιακή προσέγγιση ο ειδικός ξεκινάει με φωνήματα που έχουν σχέση με το παιδί ή με φωνήματα που μπορεί να μιμηθεί το παιδί πιο εύκολα.

Προσωδία

Όταν αναφερόμαστε στον όρο «προσωδία» εννοούμε γενικότερα τον «χρωματισμό» της φωνής στην κάθε λέξη και κατ’ επέκταση, πρόταση που εκφέρουμε. Στην προσωδία υπάγονται ο τονισμός, το ύφος, η μελωδία αλλά και ο ρυθμός που έχει το άτομο κατά την παραγωγή μιας λέξης, μιας πρότασης ή μιας σειράς προτάσεων. Ακριβώς για αυτό το λόγο θεωρείται σημαντική για την κατανόηση της γλώσσας.
Η προσωδία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομιλίας που τα παιδιά μαθαίνουν ίσως πρώτα από όλα. Αρχικά, οι γονείς μιλούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του βρέφους και να το εντυπωσιάσει από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής του. Λίγο αργότερα το ίδιο το βρέφος ξεκινά να βαβίζει (η πρώτη απόπειρα του παιδιού να βγάλει ήχους που πλησιάζουν στον ομιλούμενο λόγο) με προσωδία ανάλογη με αυτή των ενηλίκων που του μιλούν. Έπειτα, η προσωδία είναι αυτή που βοηθά τα παιδιά να αναγνωρίσουν αν οι γονείς τους τα μαλώνουν, τα ρωτάνε, τους δείχνουν εμπιστοσύνη ή προσοχή κτλ.
Η ομιλία χωρίς την προσωδία στερείται συναισθήματος, επιτονισμού, μελωδικότητας και γίνεται μονότονη, ασυγχρόνιστη και κοπιώδης. Ο λόγος είναι επίπεδος, συμβαίνουν παρανοήσεις μεταξύ των συνομιλητών, ασυνεννοησία και η επικοινωνία γίνεται καθίσταται σταδιακά αδύνατη. Επιπρόσθετα, η προσωδία παρουσιάζεται μόνο στον προφορικό λόγο και μέσω αυτής το άτομο σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν βρίσκεται μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα του. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πως η προσωδία είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο στην εκφορά όσο και στην αντίληψη του λόγου.
Δυσκολίες και διακυμάνσεις στην προσωδία παρουσιάζονται στην ομιλία ατόμων με διαταραχές ροής της ομιλίας (π.χ. τραυλισμός), στην ομιλία των αυτιστικών ατόμων, στην ομιλία ατόμων που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο (δυσαρθρία), στη νόσο Parkinson αλλά και σε πολλές άλλες νευρολογικές παθήσεις.
Η λογοθεραπεία είναι η πιο σίγουρη λύση στις δυσκολίες που παρουσιάζονται στην προσωδία. Ο λογοθεραπευτής κάθε φορά χρησιμοποιεί διαφορετικές ασκήσεις οι οποίες έχουν πρωταρχικό στόχο να αντιλαμβάνεται ο ακροατής το λεκτικό μήνυμα αλλά και το μη λεκτικό μήνυμα που κρύβεται πίσω από την ομιλία του συνομιλητή του. Εννοείται πως ο καθένας αντιμετωπίζει διαφορετικά την δυσκολία και ακριβώς για αυτό στη λογοθεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται πάντα ένα κατάλληλα προσαρμοσμένο και εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα.

Φώνηση

Ο ορισμός φυσιολογική φωνή είναι ιδιαίτερα δύσκολο να δοθεί. Είναι προφανές πως δεν υπάρχει ένας μεμονωμένος ήχος στον οποίο θα αποδίδαμε το χαρακτηρισμό φυσιολογική φωνή. Αντιθέτως, αναγνωρίζουμε κατηγορίες ατόμων με ‘’φυσιολογική φωνή’’, όπως βρέφη, μικρά παιδιά, έφηβοι (αγόρια, κορίτσια), ενήλικες (άνδρες, γυναίκες), άτομα της τρίτης ηλικίας κτλ. Κάθε μια από τις παραπάνω κατηγορίες έχει τα δικά της διακριτικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τις άλλες. Παρόλα αυτά χαρακτηρίζονται ως φυσιολογικές όσο πληρούν τις προσδοκίες μας από την εκάστοτε κατηγορία. Μπορούν όμως να περιγραφούν μερικές βασικές αρχές τις φυσιολογικής φωνής. Η ποιότητα της φωνής πρέπει να είναι ευχάριστη, που σημαίνει, ύπαρξη προσωδιακών χαρακτηριστικών και απουσία στοιχείων θορύβου ή ατονικότητας. Η συχνότητα της φωνής πρέπει να είναι ανάλογη της ηλικίας και του φύλου του ομιλητή. Το φάσμα της έντασης πρέπει να είναι επαρκές. Πρέπει να έχει επαρκή ελαστικότητα(συνδυασμός έντασης και συχνότητας) η οποία ενισχύει την έκφραση συναισθημάτων, νοημάτων, υπερτμηματικών χαρακτηριστικών Η έλλειψη ενός χαρακτηριστικού από τα παραπάνω ή ο συνδυασμός αυτών, χαρακτηρίζεται συνήθως ως δυσφωνία.